παραδέρνω — ΝΜ, παραδέρω Α νεοελλ. 1. δέρνω πάρα πολύ 2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.) 3. κινούμαι πέρα δώθε 4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι,… … Dictionary of Greek
παραδέρνω — παράδειρα, παραδάρθηκα, παραδαρμένος 1. μτφ., δέρνω κάποιον υπερβολικά: Το παράδειρες το παιδί και δεν ησυχάζει από το κλάμα. 2. αμτβ., για πλοίο, παλεύω με τα κύματα, κλυδωνίζομαι: Ώρες παραδέρναμε στο έμπα του λιμανιού και αγκυροβολήσαμε τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
βληστρίζω — (Α) φρ. «βληστρίζω ἐμαυτόν» ρίχνομαι εδώ κι εκεί, παραδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ.) *βλήστρον < (ρίζα) βλη τού βάλλω + (επίθημ.) τρον (βλ. αμφίβληστρον)] … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] … Dictionary of Greek
παράδαρμα — το [παραδέρνω] 1. ο παράδαρμός 2. (κυρίως στον πληθ.) συμφορές, βάσανα … Dictionary of Greek
παραδέρω — Α βλ. παραδέρνω … Dictionary of Greek
παραδαρμένος — η, ο βλ. παραδέρνω … Dictionary of Greek
παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… … Dictionary of Greek